φαινυλοβουταζόνη

φαινυλοβουταζόνη
η, Ν
(φαρμ.) αντιφλεγμονώδες, αναλγητικό και αντιπυρετικό φάρμακο, παράγωγο τής πυραζολιδίνης, χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία τού ρευματικού κύκλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenylbutazone < phenyl (βλ. φαινύλιο) + but- (< butyric < βούτυρο) + pyr-az-ol-one (βλ. πυραζολόνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”